- νηματουργικός
- η , ό[ν] прядильный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νηματουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηματουργία ή στον νηματουργό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηματουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
νηματουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηματουργία: Νηματουργική τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)